- σύζηλο
- το обл зависть;
σύζηλο τον έτασσε — его обуяла зависть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σύζηλο τον έτασσε — его обуяла зависть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σύζηλο — το, Ν ζηλοτυπία, φθόνος («σύζηλο τόν έπιασε», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ζήλος] … Dictionary of Greek